- ἐπικρατητικός
- ἐπικρᾰτ-ητικός, ή, όν,A astringent, Gal.12.361.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικρατητικός — ἐπικρατητικός, ή, όν (Α) [επικράτηση] 1. αυτός που συγκρατεί, που κρατά κάτι σφιχτά 2. (ειδ.) (για φάρμακο) στυπτικός … Dictionary of Greek
ἐπικρατητικός — astringent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατητικά — ἐπικρατητικός astringent neut nom/voc/acc pl ἐπικρατητικά̱ , ἐπικρατητικός astringent fem nom/voc/acc dual ἐπικρατητικά̱ , ἐπικρατητικός astringent fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατητικόν — ἐπικρατητικός astringent masc acc sg ἐπικρατητικός astringent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατητικῆς — ἐπικρατητικός astringent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)